- νηχομένῃ
- νήχωswimpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηχομένη — νήχω swim pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροφόρα φυτά — Φυτά, κυρίως υδρόβια, που φέρουν εξογκώσεις γεμάτες από αέρα, με τις οποίες κατορθώνουν να επιπλέουν. Τέτοιο φυτό είναι η τράπα η νηχομένη με φύλλα και βλαστούς αεροφόρους, που επιπλέουν, γνωστή στην Ελλάδα ως τριβολοκρατήλα … Dictionary of Greek
ηπατικά — Χλωροφυλλούχα φυτά που ανήκουν –όπως και τα φυλλόβρυα ή μούσκλα– στα βρυόφυτα (κρυπτόγαμα). Η ονομασία τους οφείλεται σε κάποιες ομοιότητες που έχουν με το ήπαρ. Σύμφωνα με μία δοξασία, τα φυτά που μοιάζουν με κάποιο όργανο του ανθρώπου μπορούν… … Dictionary of Greek